αλεός

αλεός
Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αφείδαντα και εγγονός του Αρκάδα, ιδρυτής της Αλέας, τοπικός ήρωας της Τεγέας και βασιλιάς της Αρκαδίας. Πατέρας του Λυκούργου, του Αμφιδάμαντα και του Κηφέα, καθώς και της Αύγης, ιέρειας της Αθηνάς, που έγινε μητέρα του Τηλέφου από τον Ηρακλή. Το αμάρτημα αυτό της Αύγης προκάλεσε λοιμό στην Τεγέα, όπως ανέφερε ένας χρησμός. Τότε ο Ά. παρέδωσε την κόρη του στον Ναύπλιο, γιο του Ποσειδώνα, για να την πουλήσει ως δούλη ή να την ρίξει στη θάλασσα, αφού πρώτα εγκατέλειψε το παιδί της στο όρος Παρθένιο. Σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου, ο Ά. είχε και άλλη κόρη, την Αλκιδίκη, σύζυγο του Σαλμωνέα και μητέρα της Τυρώς, που παντρεύτηκε τον Κρηθέα.
* * *
ἀλεός, -όν (Α) [ἀλέα ΙΙ]
1. θερμός, χλιαρός, διάπυρος
2. ανόητος, μωρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀλεός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλεος — masc nom sg Ἄλευς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

  • ἁλέος — ἁ̱λέος , ἁλής thronged masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεος — Ἅλις masc gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλεος — ἅλας salt neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεόν — ἀλεός masc/fem acc sg ἀλεός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλέω — Ἄλεος masc nom/voc/acc dual Ἄλεος masc gen sg (doric aeolic) Ἄλευς masc acc sg (epic ionic) Ἄλευς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλεοῖο — Ἀλεός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”